πεμφρηδών

πεμφρηδών
πεμφρηδών, όνος, , a kind of
A wasp that builds in hollow oaks, Nic. Al.183 (cf. Sch.), Th. 812 ; cf. τενθρηδών, ἀνθρηδών.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πεμφρηδών — όνος, ἡ, Α είδος σφήγκας η οποία κατασκευάζει τις κυψέλες της μέσα σε κοίλες δρυς ή κάτω από τη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πεμ φρ ηδών (< *περ φρ ηδών, πρβλ. τενθρ ηδών, ανθρ ηδών) με ανομοιωτική τροπή τού πρώτου ρ σε μ , συνδέεται με διάφορους τύπους… …   Dictionary of Greek

  • τενθρηδών — η, ΝΜΑ ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, τυπικό τής οικογένειας τενθρηδονίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. τενθρηδών σχηματισμένη πιθ. με αναδιπλασιασμό (< *τερ θρη δών, με ανομοίωση τού πρώτου ρ σε ν ) και …   Dictionary of Greek

  • τερηδόνα — I Καταστρεπτική διεργασία εις βάρος των σκληρών ιστών του οργανισμού, όπως τα οστά, οι χόνδροι και τα δόντια· συχνότερα ο όρος σημαίνει την τ. των δοντιών. Η τελευταία αυτή οφείλεται στη συνέργια ενδογενών και εξωγενών παραγόντων: γενικές… …   Dictionary of Greek

  • bher-4 —     bher 4     English meaning: to roar, buzz, onomatopoeic words     Deutsche Übersetzung: in Schallworten “brummen, summen” under likewise     Note: An extension at most in *bherem “drone, grumble” and treated onomatopoeic words under bherg… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”